- Πιτύεια
- Πιτύειαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πιτυείας — Πιτυείᾱς , Πιτύεια fem acc pl Πιτυείᾱς , Πιτύεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτύειαν — Πιτύεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PITYAEA — urbs inter Parium et Priapum. Steph. Apollon. Argonaut. l. 1. Ζαθεήν τε παρήμειβον Πιτύειαν. Ubi Schol. Η῾ Λάμψακος τὸ πρότερον Πιτύεια προςηγορεύετο, ἥν τί ες Πιτύαν ὀνομάζουςι, τινὲς δέ φαςιν ὅτι Φριξὸς γινόμενος ενταῦθα θηςαυρὸν ἔθηκε, καὶ ἀπὸ … Hofmann J. Lexicon universale
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek